περιβαρίδες

περιβαρίδες
περιβᾱρίδες, αἱ, ([etym.] βᾶρις) a sort of
A women's shoes, Ar.Lys.45, Theopomp.Com.52, Cephisod.4:—also [full] περίβᾱρα, τά, Poll.7.94, Hsch., Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιβαρίδες — women s shoes fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβαρίδες — αἱ, Α είδος γυναικείων υποδημάτων, λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α συνθετικό την πρόθεση περί (πρβλ. περισκελίδες). Αμφίβολη όμως παραμένει η προέλευση τού β συνθετικού,… …   Dictionary of Greek

  • περιβαρίδας — περιβαρίδες women s shoes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίβαρα — τὰ, Α είδος γυναικείων υποδημάτων, οι περιβαρίδες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού περιβαρίδες*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”